- φιλάεθλος
- φῐλ-άεθλος [pron. full] [ᾰ], ον, poet. for φίλαθλος, AP12.143, IG7.2244 ([place name] Thisbe).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλάεθλος — ον, Α (ποιητ. τ.) βλ. φίλαθλος] … Dictionary of Greek
φιλαεθλοτάτων — φιλάεθλος fem gen superl pl φιλάεθλος masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλάεθλον — φιλάεθλος masc/fem acc sg φιλάεθλος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλάεθλε — φιλάεθλος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλαθλος — η, ο/ φίλαθλος, ον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. φιλάεθλος Α αυτός που αγαπά τα αθλητικά αγωνίσματα και, γενικά, τον αθλητισμό νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο φίλαθλος·οπαδός αθλητικού σωματείου («οι φίλαθλοι τών δύο ομάδων συνεπλάκησαν μετά τον αγώνα») αρχ. 1.… … Dictionary of Greek